ΜΙΚΡΟ ΛΕΞΙΚΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΩΝ ΟΡΩΝ

>> Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2009

Α


Αναλυτική φιλοσοφία. Φιλοσοφικό ρεύμα, του οποίου οι ρίζες βρίσκονται στη σκέψη του Φρέγκε, αλλά που αναπτύσσεται κυρίως στην Αγγλία και στη Βιέννη στις αρχές του 20οΰ αιώνα και εμπνέεται από τα έργα των Ράσελ, Μουρ και Βίτγκενσταϊν. Οι αναλυτικοί φιλόσοφοι δίνουν έμφαση στην ανάλυση των νοημάτων και στη χρήση της λογικής και επιμένουν στην αυστηρότητα των επιχειρημάτων και στην ακρίβεια και τη σαφήνεια του ύφους. Απορρίπτουν τις ολιστικές και τις ιστορικιστικές προσεγγίσεις των προηγούμενων φιλοσόφων και προτείνουν την αντιμετώπιση των παραδοσιακών φιλοσοφικών προβλημάτων κατ' αρχήν μέσα από τη φιλοσοφία της γλώσσας. Η αναλυτική φιλοσοφία γνωρίζει νέα άνθηση μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στην Αγγλία, αλλά και στην Αμερική, όπου ενισχύεται από τη μετανάστευση αρκετών λογικών θετικιστών που ήθελαν να αποφύγουν τον ναζισμό στη Γερμανία και την Αυστρία, και συνδέεται με την εξέλιξη του πραγματισμού. Τα τελευταία χρόνια η αναλυτική φιλοσοφία δεν προβάλλει συγκεκριμένες φιλοσοφικές θέσεις, αλλά διατηρεί μεθοδολογικές και επιστημολογικές αρχές, που έχουν ως βασικό στόχο τη διαφύλαξη της δυνατότητας κριτικού, ορθολογικού ελέγχου του φιλοσοφείν.

Αναλυτικές και συνθετικές προτάσεις. Μια πρόταση είναι αναλυτική, όταν η έννοια του κατηγορουμένου εμπεριέχεται στην έννοια του υποκειμένου. Αντίθετα, συνθετική είναι μια πρόταση στην οποία η έννοια του κατηγορουμένου δεν εμπεριέχεται στην έννοια του υποκειμένου (Καντ). Οι αναλυτικές προτάσεις είναι κενές εμπειρικού περιεχομένου, ενώ οι συνθετικές παρέχουν εμπειρικό περιεχόμενο, δηλαδή πληροφορίες για τον κόσμο. Μια αναλυτική πρόταση είναι αληθής δυνάμει μόνο της σημασίας των λέξεων που περιέχει και των λογικών τους σχέσεων. Μια συνθετική πρόταση είναι αληθής, όταν ανταποκρίνεται στα πράγματα του κόσμου.

Ανθρωπισμός ή ουμανισμός, α) Η πνευματική κίνηση κατά την Αναγέννηση που με τη σπουδή των αρχαίων ελληνικών μνημείων του λόγου αποσκοπούσε στην αναζωογόνηση του ιδεώδους της δημιουργικής και αυτόνομης προσωπικότητας, β) Ο νεο-ουμανισμός (18ος και αρχές 19ου αιώνα) κάνει το ελληνικό ιδεώδες σκοπό κάθε ανώτερης μόρφωσης.

Αντινομίες. Λογικές αντιθέσεις οι οποίες, κατά τον Καντ, προκύπτουν από την προσπάθεια γνώσης της πραγματικότητας καθεαυτήν και όχι μόνο ως σύνολο φαινομένων. Κάθε αντινομία περιλαμβάνει δύο αντίθετες προτάσεις, οι οποίες μας παρουσιάζονται ως αντιφατικές.

Αντιφατικές προτάσεις. Δύο προτάσεις λέγονται αντιφατικές, όταν η μία συνεπάγεται το ψεύδος της άλλης και αντίστροφα, δηλαδή όταν δεν μπορούν και οι δύο να είναι (ταυτόχρονα) αληθείς ή (ταυτόχρονα) ψευδείς. Δύο προτάσεις λέγονται αντίθετες, όταν δεν μπορούν να είναι και οι δύο (ταυτόχρονα) αληθείς, αλλά μπορούν και οι δύο να είναι (ταυτόχρονα) ψευδείς.

Αξία. Θετική ιδιότητα που αποδίδουμε σε πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις. Οτιδήποτε μπορεί να καταστεί αντικείμενο ορθολογικής επιθυμίας.

Αξιολογία. Βασικός κλάδος φιλοσοφικής αναζήτησης που καλύπτει τους προβληματισμούς της πρακτικής φιλοσοφίας στο σύνολο της. Όταν θέλουμε να βρούμε αρχές που να ρυθμίζουν τις πράξεις μας και να μας καθοδηγούν στην οργάνωση της ζωής μας, ενδιαφερόμαστε για την πρακτική φιλοσοφία, που περιλαμβάνει την ηθική, την πολιτική φιλοσοφία, αλλά και την αισθητική. Επειδή στην πρακτική φιλοσοφία μιλάμε συνήθως για αξίες που μας κατευθύνουν και που θέλουμε να πραγματώσουμε, αυτός ο κλάδος ονομάζεται και αξιολογία.

a posteriori (κατά λέξη ερμηνεία: εκ των υστέρων). Ιδιότητα γνωστικών στοιχείων που δεν προϋπάρχουν στην ανθρώπινη νόηση, αλλά προέρχονται από την εμπειρικά προσιτή πραγματικότητα. Ο όρος χρησιμοποιείται ως επίθετο (έννοια a posteriori) και ως επίρρημα (γνωρίζω κάτι α posteriori). Το υλικό που ο κόσμος της εμπειρίας προσφέρει μέσω των αισθήσεων είναι γνωστικό στοιχείο a posteriori. Γνώσεις a posteriori είναι "οι εμπειρικές γνώσεις ή οι γνώσεις που είναι δυνατές [...] μόνο με την εμπειρία" (Καντ). Ο όρος a posteriori χρησιμοποιείται και για τον προσδιορισμό προτάσεων η αλήθεια των οποίων γίνεται γνωστή μόνο μέσω της εμπειρίας.

a priori (κατά λέξη ερμηνεία: εκ των προτέρων). Ιδιότητα αυτού που είναι χρονικά πρότερο ή/ και λογικά ανεξάρτητο από την εμπειρία. Ο όρος χρησιμοποιείται ως επίθετο (έννοια a priori) και ως επίρρημα (γνωρίζω κάτι a priori). "Με τον όρο γνώσεις a priori εννοούμε [...] αυτές που είναι απολύτως ανεξάρτητες από κάθε εμπειρία" (Καντ). Ειδικότερα, είναι η ιδιότητα αυτού που προϋπάρχει στην ανθρώπινη νόηση ως όρος για την απόκτηση οποιασδήποτε εμπειρικής γνώσης. Κατά τον Καντ, οι θεμελιώδεις μορφές της εποπτείας (ο χώρος και ο χρόνος) και οι θεμελιώδεις μορφές της νόησης (οι κατηγορίες) είναι στοιχεία α ρήοή. Ο όρος a priori χρησιμοποιείται και για τον προσδιορισμό προτάσεων η αλήθεια των οποίων μας είναι γνωστή ανεξάρτητα από την εμπειρία. (Κατά τον Καντ, υπάρχουν συνθετικές α ρήοή προτάσεις, που μας παρέχουν πληροφορίες για την εμπειρική πραγματικότητα, παρ' όλο που η αλήθεια τους μας είναι γνωστή ανεξάρτητα από την εμπειρία, επειδή οι προτάσεις αυτές αφορούν τον τρόπο με τον οποίο ο νους μας οργανώνει το υλικό της εμπειρίας.)

Αρετή (ηθική). Εξαίρετο γνώρισμα του χαρακτήρα, που μπορεί να αποτελέσει το κύριο γνώρισμα της ηθικότητας και πρέπει ενδεχομένως να εννοηθεί κατά προτεραιότητα ως προς τις οποιεσδήποτε ηθικές αρχές. Κατά τον Αριστοτέλη, η ηθική αρετή ορίζεται ως "μεσότητα" ανάμεσα στην έλλειψη και την υπερβολή.



Γ-Δ

Γνωσιολογία/γνωσιοθεωρία. Βασικός κλάδος της φιλοσοφίας που ασχολείται με τις δυνατότητες, τις πηγές, τα είδη και τις μεθόδους απόκτησης της γνώσης.

Διαφωτισμός. Πνευματικό και πολιτιστικό κίνημα της Ευρώπης του 18ου αιώνα. Χαρακτηρίζεται από την πίστη στην πρόοδο, η οποία θα έλθει μέσω της άσκησης του ορθού λόγου, και από την απόρριψη της παράδοσης του σκοταδισμού και της αυθεντίας. Άσκησε σκληρή κριτική στις κοινωνίες της εποχής και προετοίμασε το έδαφος για τη Γαλλική Επανάσταση. Ο Διαφωτισμός πολέμησε την Εκκλησία και υπερασπίστηκε τις ατομικές ελευθερίες και τα δικαιώματα του ανθρώπου.

Δικαιώματα. Ηθικές ιδιότητες που αποδίδονται στα μέλη μιας κοινωνίας πολιτών, αλλά και γενικότερα σε όλους τους ανθρώπους (καθολικά ή οικουμενικά δικαιώματα), και ισοδυναμούν με την αξίωση για μια συγκεκριμένη μεταχείριση. Νοούνται ως αρνητικά, όταν επιβάλλουν την προστασία από οποιαδήποτε παρέμβαση που απειλεί τη ζωή, την ελευθερία ή την ιδιοκτησία, και ως θετικά, όταν σημαίνουν την ύπαρξη δυνατοτήτων που πρέπει να υποστηριχθούν και να υποβοηθηθούν. Ορισμένοι φιλόσοφοι μιλούν για "φυσικά" δικαιώματα που διαθέτουν οι άνθρωποι από τη γέννηση τους, ενώ άλλοι δέχονται την ύπαρξη δικαιωμάτων μόνο ως αποτέλεσμα ρητής ή σιωπηρής πολιτικής συμφωνίας.

Δομή. Σύστημα στοιχείων οργανωμένων κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να απαρτίζουν ένα όλο με εσωτερική συνοχή και αυτοτέλεια. Στο πλαίσιο της δομής το μερικό προσδιορίζεται απόλυτα από το γενικό, ενώ και η παραμικρή μεταβολή στο επιμέρους επηρεάζει άμεσα το σύνολο.

Δυϊσμός. Μεταφυσική θεωρία συμφωνά με την οποία η πραγματικότητα περιλαμβάνει δυο θεμελιώδεις υποστάσεις, ουσίες ή οντότητες, το πνεύμα και την ύλη, και όσον αφορά τον άνθρωπο, την ψυχή (ή τον νου) και το σώμα.


Ε

Εγκυρότητα. Ιδιότητα της δομής ενός παραγωγικού επιχειρήματος στο οποίο, όταν όλες οι προκείμενες είναι αληθείς, το συμπέρασμα είναι και αυτό αναγκαία αληθές (δεν μπορεί ποτέ να είναι ψευδές).

Εμπειρία. Η επίδραση της πραγματικότητας στον νου μέσω των αισθήσεων.

Εμπειρισμός. Η γνωσιολογική θεωρία συμφωνά με την οποία δεν υπάρχει ουσιώδης α ρήοή γνώση του κόσμου. Όλη η γνώση μας για την πραγματικότητα προέρχεται από την εμπειρία και παρέχεται μέσω των αισθήσεων (Λοκ, Μπέρκλεϋ, Χιουμ, Μιλ). Το αντίθετο του εμπειρισμού είναι ο ορθολογισμός.

Επαγωγή. Σε αντίθεση με την παραγωγή, είναι η κίνηση από το επιμέρους στο γενικό, από το παρατηρημένο στο μη παρατηρημένο, από το γνωστό στο άγνωστο, μια γενίκευση από την εμπειρία. Το πρόβλημα της επαγωγής συνίσταται στο ότι δεν μπορούμε ποτέ να είμαστε βέβαιοι πως το μη παρατηρημένο θα είναι όμοιο με το παρατηρημένο και στο ότι το μέλλον θα μοιάζει με το παρελθόν. Γι' αυτό και το συμπέρασμα ενός επαγωγικού επιχειρήματος δε συνάγεται με λογική αναγκαιότητα από τις προκείμενες. Η λύση του προβλήματος της επαγωγής προϋποθέτει πως η φύση χαρακτηρίζεται από ομοιομορφία και ό,τι συμβαίνει στη φύση μια φορά θα συμβαίνει πάλι σταθερά κάτω από τις ίδιες σχέσεις.

Επιστημολογία. Η φιλοσοφία των επιστημών. Στην αγγλική γλώσσα ο όρος σημαίνει γενικότερα τη γνωσιολογία.

Επιχείρημα. Ένα σύνολο προτάσεων (των προκειμένων) που επιτρέπουν να οδηγηθούμε λογικά σε μια άλλη πρόταση (το συμπέρασμα). Σε ένα παραγωγικό επιχείρημα οδηγούμαστε συνήθως από το γενικό στο επιμέρους, και το συμπέρασμα, όταν το επιχείρημα είναι έγκυρο, συνάγεται με λογική αναγκαιότητα από τις προκείμενες" σε ένα επαγωγικό επιχείρημα οδηγούμαστε συνήθως από το επιμέρους στο γενικό, και το συμπέρασμα δε συνάγεται με λογική αναγκαιότητα από τις προκείμενες.

Εποπτεία. Στη γνωσιολογία του Καντ οι εποπτείες είναι οι άμεσες, ενιαίες παραστάσεις που παρουσιάζονται στις αισθήσεις μας. Αυτές περιέχουν το πολλαπλό εμπειρικό υλικό, το οποίο έχει ήδη μεταβληθεί σε μια πρώτη επεξεργασία, πριν έλθει σε επαφή με τις κατηγορίες, τις νοητικές λειτουργίες που διαμορφώνουν παραστάσεις ενός βαθύτερου επιπέδου, τις έννοιες. Οι θεμελιώδεις μορφές της εποπτείας, χάρη στις οποίες το ακατέργαστο εμπειρικό υλικό υφίσταται μια πρώτη επεξεργασία, είναι ο χώρος και ο χρόνος.

Είδος-γένος. Όταν το πλάτος μιας έννοιας εμπεριέχεται εξ ολοκλήρου στο πλάτος μιας άλλης, τότε η ευρύτερη έννοια λέγεται γένος και η στενότερη είδος.

Εποχή, α) Στους αρχαίους σκεπτικούς είναι η αναστολή της κρίσης, της διατύπωσης γνώμης, επειδή δεν υπάρχει δυνατότητα να υποστηριχθεί μία από τις αντιτιθέμενες -και εξίσου αληθοφανείς- απόψεις, β) Στη φαινομενολογία είναι η τοποθέτηση "μέσα σε παρένθεση" του κόσμου, η οποία δε σημαίνει ούτε απόρριψη ούτε αποδοχή της ύπαρξης του.


Θ-Ι

Θεμελιωτισμός (θεμελιοκρατία). Θεωρία σχετική με την αιτιολόγηση των πεποιθήσεων μας. Σύμφωνα με αυτήν, η αιτιολόγηση (και κατ' επέκταση η γνώση) πρέπει να στηρίζεται σε σταθερά θεμέλια. Ειδικότερα, ο θεμελιωτισμός δέχεται πως οι πεποιθήσεις μας διακρίνονται σε βασικές και σε μη βασικές και, ενώ οι δευτέρες συνάγονται από τις πρώτες, δε συμβαίνει ποτέ το αντίστροφο.

Θετικισμός. Ως γνωσιολογικός όρος ο θετικισμός δηλώνει τη σχολή εκείνη που δέχεται ότι η πραγματική γνώση παρέχεται μόνο από τις επιστήμες και ειδικότερα τις φυσικές. Είναι η τάση να περιοριστεί η φιλοσοφία στην πραγματική εμπειρία, στα θετικά δεδομένα, και να απομακρυνθεί από γενικές μεταφυσικές έννοιες και προβλήματα για τις αρχές όλων των πραγμάτων. Ο θετικισμός παρουσιάστηκε ως ιδιαίτερο φιλοσοφικό ρεΰμα μέσα από το έργο του Ογκΰστ Κοντ (βλ. και νεοθετικισμός, Κύκλος της Βιένης).

Θεωρία αλληλεπίδρασης. Η δυϊστική θεωρία την οποία ανέπτυξε ο Ντεκάρτ, συμφωνά με την οποία ο άνθρωπος συνίσταται από δυο υποστάσεις ή ουσίες, την ψυχή/πνεύμα/νου και το σώμα, που αλληλεπιδρούν.

Θεωρία αξιοπιστίας. Θεωρία αιτιολόγησης πεποιθήσεων, σύμφωνα με την οποία αιτιολογημένες είναι εκείνες οι πεποιθήσεις που αποκτώνται μέσα από μια αξιόπιστη νοητική διαδικασία και η διαδικασία αυτή ορίζεται από τη συνήθη ικανότητα της να οδηγεί σε αληθείς πεποιθήσεις.

Θεωρία διπλής όψης ή δυο όψεων. Θεωρία που αφορά τις σχέσεις νου/σώματος και πνεύματος/ύλης. Σύμφωνα με αυτήν, τα ανθρώπινα όντα -αλλά και άλλα όντα με συνειδητή εμπειρία- αποτελούν ενιαίες υποστάσεις ή έχουν ενιαία ουσία, η οποία όμως εμφανίζεται με δύο όψεις, την πνευματική και την υλική. Στην προσπάθεια μας να εξηγήσουμε τη σχέση αυτών των όψεων δεν μπορούμε να υποβαθμίσουμε ή να θεωρήσουμε δευτερεύουσα τη μία ή την άλλη από αυτές τις όψεις, να "αναγάγουμε" τη μία στην άλλη.


Ιδεαλισμός, α) Με την έννοια αυτή δηλώνεται στη μεταφυσική η άρνηση της ανεξάρτητης από το πνεύμα ύπαρξης του εξωτερικού κόσμου. Είναι η διδασκαλία κατά την οποία η αληθινή πραγματικότητα συνίσταται από υπερβατικές ιδέες (Πλάτων), ή σύμφωνα με την οποία το επιμέρους εγώ ή το υπερβατολογικό εγώ (υπερβατολογικός ιδεαλισμός) στηρίζει οντολογικά ή και δημιουργεί τα αντικείμενα της σκέψης μας (Μπέρκλεϋ, Φίχτε). Ο γερμανικός ιδεαλισμός δημιουργήθηκε μέσα από την κριτική φιλοσοφία του Καντ με τα μεταφυσικά συστήματα των Φίχτε, Σέλινγκ και Χέγκελ. Για τη φιλοσοφία του Πλάτωνα και του Χέγκελ χρησιμοποιείται συχνά ο όρος αντικειμενικός ιδεαλισμός (για τη σκέψη του Χέγκελ και ο όρος απόλυτος ιδεαλισμός), ενώ για τη φιλοσοφία του Μπέρκλεϋ και του Φίχτε χρησιμοποιείται ο όρος υποκειμενικός ιδεαλισμός. Ο Καντ έχει προτείνει τον όρο νπερβατολογικός ιδεαλισμός για τη δική του ιδιότυπη σύνθεση ρεαλισμού και ιδεαλισμού. Ο υπερβατολογικός του ιδεαλισμός έχει ερμηνευτεί και ως άρνηση της νομιμότητας της παραδοσιακής θεώρησης του κόσμου υπό το πρίσμα της αιωνιότητας, ως ενός συνόλου πραγμάτων καθεαυτό, β) Με τον όρο ιδεαλισμός δηλώνεται και η οντολογική προτεραιότητα της συνείδησης (του νου) έναντι του Είναι (συνόλου υλικών πραγμάτων και σχέσεων). Ο υποκειμενικός ιδεαλισμός αντιδιαστέλλεται συνήθως προς τον ρεαλισμό, ενώ ο αντικειμενικός ιδεαλισμός και ο ιδεαλισμός με τη σημασία β προς τον υλισμό.

Ιδεολογία. Σύστημα από ιδέες και αξίες που εκφράζουν την εικόνα του κόσμου, τη "συνείδηση" που έχει μια κοινωνική ομάδα ή τάξη, μια κοινωνία ή και ολόκληρος ο κόσμος. Είναι ένα μέσο για τη σταθεροποίηση των σχέσεων που υπάρχουν ανάμεσα στο πνεύμα (τέχνη, φιλοσοφία, δίκαιο, ηθική) και στην κοινωνική πραγματικότητα, ένα μέσο για τη συνοχή των κοινωνικών ομάδων και για την παρώθηση τους στην πράξη. Στον Μαρξ η ιδεολογία είναι μάλλον "ψευδής συνείδηση", δηλαδή μια παραπλανημένη εικόνα της κοινωνικής πραγματικότητας (ιδεολογικό εποικοδόμημα σε σχέση με την κοινωνική βάση).


Κ-Λ


Κατηγορίες, α) Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, είναι τα γενικότατα εκείνα σχήματα στα οποίαμπορούν να υπαχθούν λογικά τα όντα και να προσδιοριστούν από αυτά. β) Σύμφωνα με τον Καντ, είναι οι προεμπειρικές (a priori) μορφές λειτουργίας της νόησης, χάρη στις οποίες οργανώνεται και αξιοποιείται το υλικό της εμπειρίας.

Κατηγορική προσταγή. Βασική αρχή της καντιανής ηθικής. Σύμφωνα με αυτήν, το υποκείμενο της πράξης πρέπει να πράττει έτσι, ώστε να μπορεί να θέλει ο γνώμονας της πράξης του να
χρησιμεύσει ως καθολικός νόμος και να μεταχειρίζεται την ανθρωπότητα στο πρόσωπο του και στο πρόσωπο των άλλων πάντοτε ως (αυτό-)σκοπό και ποτέ μόνο ως μέσο.

Κύκλος της Βιένης. Κύκλος φιλοσόφων και μαθηματικών που σχημάτισε ο Μόριτς Σλικ, προκειμένου να εγκαθιδρύσει μια νέα φιλοσοφία επιστημονικά θεμελιωμένη (βλ. νεοθετικισμός). Η φιλοσοφική θεώρηση του κύκλου της Βιένης εμπνεύστηκε σε μεγάλο βαθμό από μια συγκεκριμένη θετικιστική ερμηνεία του Tractatus Logico- Fhilosophicus του Βίτγκενστάϊν.

Κυνική φιλοσοφία. Η σχολή των κυνικών, μία από τις επονομαζόμενες σωκρατικές σχολές, θεμελιώθηκε (μετά τον θάνατο του Σωκράτη) από τον Αντισθένη (444-368 π.Χ.) στο γυμνάσιο Κυνόσαργες (απ' όπου η σχολή πήρε την ονομασία της). Η διδασκαλία που αναπτύχθηκε στη σχολή αφορούσε κυρίως την πρακτική ηθική. Αλλοι κυνικοί φιλόσοφοι ήταν ο Διογένης και ο Κράτης.

Λειτουργισμός. Θεωρία για τη φύση των νοητικών και γενικότερα των ψυχικών φαινομένων, εμπνευσμένη από το πρότυπο του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, εκείνο που ονομάζουμε ψυχή, πνεύμα ή νου δεν είναι τίποτα περισσότερο από το σύνολο των λειτουργιών επεξεργασίας "εισερχόμενων δεδομένων" (εισροές: input), δηλαδή αισθητηριακών ερεθισμάτων, και "παραγωγής αντιδράσεων" (εκροές: output) του οργανισμού, δηλαδή των συμπεριφορικών του εκδηλώσεων και πράξεων.

Λογική. Η λογική θα μπορούσε να θεωρηθεί ξεχωριστός κλάδος της φιλοσοφίας, αλλά για τους περισσότερους φιλοσόφους αποτελεί κυρίως το όργανο της ορθής νόησης που είναι
απαραίτητο όχι μόνο για κάθε μορφή φιλοσοφικής δραστηριότητας, αλλά και για όλες τις επιστήμες. Στην εποχή μας η συμβολική λογική, που προσπαθεί να "τυποποιήσει" και να μεταγράψει σε συμβολική γλώσσα όλες τις μορφές της έγκυρης επιχειρηματολογίας, αποτελεί κλάδο των μαθηματικών.

Λόγος, α) Ο νους, το "μυαλό", το "πνεύμα", β) Η συλλογιστική ικανότητα της ψυχής, με την οποία αυτή τακτοποιεί, oργανώνει και αξιοποιεί τα νοήματα της. γ) Η γλωσσική έκφραση-προφορική ή γραπτή- των νοημάτων. Ο ορθός λόγος είναι το σύνολο των ανώτερων νοητικών ικανοτήτων.


Μ-Ν

Μεταφυσική ή οντολογία. Βασικός κλάδος της φιλοσοφίας που διερευνά τη βαθύτερη υφή της πραγματικότητας και προσπαθεί να οδηγήσει σε μια γενική θεώρηση του τι υπάρχει πραγματικά.

Μονισμός. Η φιλοσοφική θεωρία που δέχεται ότι υπάρχει μία και μόνη ουσία στο σύμπαν. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η θεωρία του Σπινόζα για την ουσία, που την ταυτίζει με τον Θεό ή τη φύση, και η θεωρία του Χέγκελ για την απόλυτη ιδέα. Γενικά, μονιστική είναι κάθε θεωρία που υποστηρίζει την ύπαρξη μίας και μοναδικής αρχής ή υπόστασης, είτε αυτή είναι υλική (υλισμός) είτε πνευματική (ιδεαλισμός).

Νεοθετικισμός (λογικός θετικισμός - λογικός εμπειρισμός). Ανανεωμένος θετικισμός μέσω της χρήσης της μαθηματικής λογικής και της φιλοσοφίας της γλώσσας (Σλικ- Κάρναπ) - βλ. Κύκλος της Βιέννης.

Νομιναλισμός (ονοματοκρατία). Η λέξη προέρχεται από το λατινικό nomen, που σημαίνει όνομα. Στη σχολαστική φιλοσοφία του Μεσαίωνα ήταν η άποψη που υποστήριζε ότι οι γενικές έννοιες δεν υπάρχουν ανεξάρτητα από τη νόηση μας, αλλά είναι απλώς ονόματα που δεν αντιπροσωπεύουν τίποτα αληθινά υπαρκτό. Έτσι, οι νομιναλιστές απέρριπταν την πλατωνική θεωρία των ιδεών. Ο Γουίλιαμ Όκαμ είναι από τους γνωστότερους νομιναλιστές της εποχής αυτής.

Νους. Το σύνολο των ανώτερων πνευματικών λειτουργιών της ανθρώπινης ψυχής που χρησιμοποιείται κατά συνεκδοχή για να δηλώσει την ψυχή ή το πνεύμα, γενικά.

Ντετερμινισμός (από το λατινικό deternino = ορίζω, περιορίζω, προσδιορίζω). Μεταφυσική αρχή σύμφωνα με την οποία τα φαινόμενα καθορίζονται από ακριβείς συνθήκες ύπαρξης, με αποτέλεσμα τα ίδια αίτια να προκαλούν πάντοτε τα ίδια αποτελέσματα. Όλα τα συμβάντα καθορίζονται αναγκαστικά από προγενέστερα συμβάντα. Οι φιλόσοφοι μιλούν συχνά για διάφορες μορφές ντετερμινισμού: λογικό, θεολογικό, φυσικό, βιολογικό, ιστορικό, οικονομικό κτλ. Κατά τον φυσικό ντετερμινισμό, η σταθερή σχέση αιτίου-αποτελέσματος μπορεί να διατυπωθεί με επιστημονικούς νόμους, που καθιστούν δυνατή την πρόβλεψη των φαινομένων. Ο ντετερμινισμός φαίνεται να προκαλεί πρόβλημα για την ανθρώπινη ελευθερία.


Ο-Π-Ρ


Ον. α) Αυτό που έχει αντικειμενική ύπαρξη, β) Όλα όσα υπάρχουν γενικά, η αντικειμενική πραγματικότητα συνολικά, γ) Αυτό που υπάρχει πραγματικά και μάλιστα διαφοροποιείται από τα φαινόμενα των οποίων αποτελεί αιτία ύπαρξης.

Οντολογία. Η επιστήμη του όντος, ο κλάδος της φιλοσοφίας που ασχολείται με το ον. Μπορεί να θεωρηθεί επιμέρους κλάδος της μεταφυσικής, αν και συχνά οι δύο όροι χρησιμοποιούνται σαν να ήταν συνώνυμοι.

Ορθολογισμός (ρασιοναλισμός), α) Γνωσιολογική θεωρία σύμφωνα με την οποία διαθέτουμε ουσιώδη a priori γνώση του κόσμου. Η πραγματική γνώση του κόσμου μάς παρέχεται από τον λόγο ή τον νου και όχι από τις αισθήσεις (Πλάτων, Ντεκάρτ, Σπινόζα, Λάιμπνιτς, Χέγκελ). Αντίθετο του είναι ο εμπειρισμός, β) Χαρακτηριστικό της στάσης ζωής και κάθε επιμέρους τοποθέτησης που δίνει έμφαση στη λογική και υποβαθμίζει το συναίσθημα.

Ορισμός. Έκφραση που μας δίνει την ακριβή σημασία μιας λέξης. Παλαιότερα γινόταν διάκριση ανάμεσα σε ονοματικούς και πραγματικούς ορισμούς. Ο ονοματικός ορισμός εξηγεί απλώς τη σημασία ενός όρου σύμφωνα με τη χρήση του στη γλώσσα. Ο πραγματικός ορισμός δίνει την κοινή δομή ή τα κοινά ουσιώδη χαρακτηριστικά όλων των πραγμάτων που ονομάζονται με αυτόν τον όρο. Κατά τον Αριστοτέλη, ο επιτυχής ορισμός ενός πράγματος αποδίδει την ουσία του.

Ουσία. α) Κάτι που υπάρχει αντικειμενικά και εξαιτίας του οποίου αποκτούν νόημα τα γνωρίσματα που το προσδιορίζουν. Κάτι που μπορεί να υπάρξει ανεξάρτητα από κάτι άλλο ή διαθέτει οντολογική προτεραιότητα. Για τη σημασία αυτή χρησιμοποιείται συχνά στη νεοελληνική γλώσσα ο όρος υπόσταση, β) Η βασική ιδιότητα ενός όντος που το κάνει να είναι αυτό που είναι: "Κατάλαβα [...] πως ήμουν μια υπόσταση που όλη η ουσία ή η φύση της δεν ήταν παρά η σκέψη" (Ντεκάρτ). γ) Κάτι σταθερό και αιώνιο που βρίσκεται πίσω από τα αισθητά και αποτελεί τη μεταφυσική αρχή τους. Κατά τον Πλάτωνα, λόγου χάριν, ουσία των όντων είναι οι ιδέες.

Ουτοπία. Ιδανική εικόνα πολιτείας που κείται στο μέλλον ή καμιά φορά και στο παρελθόν ("χαμένος παράδεισος"). Παραδείγματα ουτοπίας είναι η "πολιτεία" του Πλάτωνα, η "Νέα Ατλαντίδα" (1621) του Φρ. Μπέικον, η "Πολιτεία του Ήλιου" (1623) του Καμπανέλα.

Παράδοξα. Λογικά προβληματικές προτάσεις. Σε παράδοξα οδηγούμαστε συνήθως όταν από έναν αριθμό προκείμενων προτάσεων που θεωρούνται όλες αληθείς καταλήγουμε, με έγκυρα επιχειρήματα, σε αντιφατικά συμπεράσματα.

Πραγματισμός. Η διδασκαλία κατά την οποία η αλήθεια συνίσταται στην πρακτική ωφέλεια και στη λειτουργικότητα της μέσα στη ζωή. Έτσι, η σκέψη, κάθε κοσμοθεωρία και φιλοσοφία, βρίσκει τα κριτήρια της αξίας και της αλήθειας μόνο στις δυνατότητες της πρακτικής χρησιμότητας τους: "ό,τι είναι καρπώσιμο, αυτό μόνο είναι αληθινό". Γνώση και σκέψη είναι γι' αυτό όργανα για την πρακτική ζωή, έκφραση της ίδιας της πειραματιζόμενης φύσης. Εκπρόσωποι της θεωρίας αυτής είναι ο Περς, ο Τζέιμς, ο Ντιούι κ.ά.

Προεμπειρικός (συνώνυμο του a priori) Το επίθετο αυτό χαρακτηρίζει τα στοιχεία που δεν προέρχονται από την εμπειρία, αλλά προϋπάρχουν στη νόηση είτε ως έμφυτες ιδέες είτε ως "δομές", σύμφωνα με τις οποίες αυτή λειτουργεί καθώς επεξεργάζεται το εμπειρικό υλικό.

Προφανές (το λατινικό evidentia). Γνωστικό στοιχείο που επιβάλλεται στη νόηση ως κάτι αυταπόδεικτο και αποσπά τη συγκατάθεση της χωρίς να απαιτείται λογική διαδικασία.

Ρεαλισμός. Όρος που σημαίνει γενικά ανεξάρτητη ύπαρξη και παραπέμπει σε δύο τουλάχιστον διαφορετικές θεωρίες: α) Σε αντίθεση προς τον ιδεαλισμό, δηλώνει τη θεωρία ότι υπάρχει ένας κόσμος πραγμάτων που δεν εξαρτούν την ύπαρξη τους από κάποιο πνεύμα που τα αντιλαμβάνεται, β) Σε αντίθεση προς τον νομιναλισμό δηλώνει τη θεωρία ότι υπάρχουν πραγματικά οι αφηρημένες οντότητες ή οι καθολικές έννοιες, που αντιστοιχούν στους γενικούς όρους της γλώσσας μας. Στην τέχνη ο ρεαλισμός είναι ένα γενικό επανερχόμενο χαρακτηριστικό, αλλά και ένα ιδιαίτερο ιστορικό κίνημα, που το συναντούμε στη ζωγραφική, στη λογοτεχνία και στο θέατρο. Σε αντίθεση προς τον ρομαντισμό, ο ρεαλισμός ως τεχνική αλλά και ως θεωρία δηλώνει την "επιθυμία και την τάση της τέχνης να προσεγγίσει την πραγματικότητα": να μιμηθεί ακριβώς την εξωτερική και ιστορική εμπειρία, να φαίνεται αληθινή.


Σ-Τ

Σολιψισμός (από το λατινικό solus= μόνος και ipse= αυτός). Κατά τον σολιψισμό, που αποτελεί μια ακραία μορφή υποκειμενικού ιδεαλισμού, το μόνο πράγμα που υπάρχει αναμφισβήτητα για το σκεπτόμενο υποκείμενο είναι η συνείδηση του με τα περιεχόμενα της.

Σοσιαλισμός. Η πολιτική θεωρία και ιδεολογία σύμφωνα με την οποία βασική επιδίωξη μιας κοινωνίας πρέπει να είναι η κοινωνική δικαιοσύνη, νοούμενη ως απάλειψη των ανισοτήτων. Ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί με τη ριζική αναδιανομή του εισοδήματος και -σύμφωνα με το κομμουνιστικό πολιτικό πρότυπο- με την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και τον κεντρικό έλεγχο των μέσων παραγωγής, με απώτερο σκοπό τη διαμόρφωση μιας αταξικής κοινωνίας.

Στρουκτουραλισμός. Αυτό που χαρακτηρίζεται συνήθως στρουκτουραλισμός δεν είναι μια εδραιωμένη σχολή, όπως λόγου χάριν ο στωικισμός ή ο επικουρισμός. Είναι ένα ρεύμα σκέψης, το οποίο ξεκίνησε από τις εργασίες του Φερντινάν ντε Σοσύρ και συνεχίστηκε με τις έρευνες της σύγχρονης γλωσσολογίας, που έδινε έμφαση στη δομική ανάλυση και στη μελέτη των συστηματικών σχέσεων μεταξύ των γλωσσικών σημείων. Στη Γαλλία ανέπτυξαν αυτό το κίνημα ο Κλοντ Λεβί-Στρος στην εθνολογία, ο Ζακ Λακάν στην ψυχανάλυση, ο Λουί Αλτουσέρ στον μαρξισμό και ο Μισέλ Φουκό στην επιστημολογία. Ο στρουκτουραλισμός στη φιλοσοφία παρουσιάζεται ως αντιανθρωπισμός, ο άνθρωπος δεν είναι πια "το μέτρο όλων των πραγμάτων", αλλά προϊόν δομών.

Συμπερασμού, κανόνες. Κανόνες για την κατασκευή έγκυρων επιχειρημάτων, που μας οδηγούν στη συναγωγή συμπερασμάτων από κάποιες προκείμενες προτάσεις με καθορισμένη
δομή.

Συμπεριφορισμός (μπιχεβιορισμός). Η θεωρία συμφωνά με την οποία όλα τα πνευματικά,νοητικά ή ψυχικά φαινόμενα δε φανερώνουν την ύπαρξη κάποιας ιδιαίτερης υπόστασης ή ουσίας, αλλά συνίστανται απλώς σε εκδηλώσεις τρόπων συμπεριφοράς.

Συνεκτικισμός. Η θεωρία αιτιολόγησης των πεποιθήσεων σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ βασικών και μη βασικών πεποιθήσεων, αλλά οι πεποιθήσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ένα σύνολο, που δε διαθέτει οποιαδήποτε θεμέλια και τα μέλη του οποίου αλληλοϋποστηρίζονται (το αντίθετο του είναι ο θεμελιωτισμός). Ανάλογη είναι και η θεωρία της αλήθειας ως συνοχής προτάσεων.

Σχετικισμός. Είναι η φιλοσοφική θεωρία συμφωνά με την οποία η αλήθεια, το νόημα των εννοιών ή/και οι αξίες είναι σχετικές προς ένα άτομο, μια κοινωνία, έναν πολιτισμό ή μια ιστορική περίοδο. Οι φιλόσοφοι κάνουν συχνά διάκριση ανάμεσα σε γνωσιολογικό, εννοιολογικό και ηθικό σχετικισμό.

Ταυτολογία. Στη νεότερη λογική ταυτολογία είναι μια συνθέτη πρόταση που είναι πάντοτε αληθής λόγω της δομής της, ανεξάρτητα από την αλήθεια ή το ψευδός των προτάσεων που την αποτελούν. Προτάσεις που αντίστοιχα είναι πάντοτε ψευδείς λέγονται (αυτό-)αντιφάσεις.


Υ-Φ-Ω


Υλισμός. Η θέση σύμφωνα με την οποία ο υλικός κόσμος είναι η μοναδική πραγματικότητα στην οποία ανάγονται όλα τα άλλα (γνώση, ιδεολογία, συνείδηση). Αντίθετες έννοιες του υλισμού είναι η αϋλοκρατία, ο σπιριτουαλισμός, ο ιδεαλισμός.

Υπαρξισμός. Φιλοσοφική θεωρία που πιστεύεται πως διαμορφώθηκε αρχικά μέσα από τη σκέψη του Κίρκεγκορ. Γι' αυτήν προέχει η συγκεκριμένη ύπαρξη σε σχέση με το Είναι. Είναι η φιλοσοφία που θέτει στο κέντρο όχι πράγματα, έννοιες ή ιδέες, αλλά τον πραγματικό,ξεχωριστό άνθρωπο που υπάρχει, τον άνθρωπο ως μοναδική και ανεπανάληπτη ύπαρξη. Η υπαρξιστική παράδοση, που κατάγεται από τον Αυγουστίνο και τον Πασκάλ, οδηγεί μέσω του Νίτσε, του Γιάσπερς και του Χάιντεγκερ (που καθιέρωσε το 1927 τη λέξη "υπαρξισμός") ως τον Γάλλο Γκαμπριέλ Μαρσέλ. Ο Σαρτρ θεμελίωσε τη σημαντικότερη γαλλική υπαρξιστική σχολή το 1943 με το Είναι και Μηδέν και το 1946 με το Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός. Το περιοδικό Μοντέρνοι Καιροί έγινε όργανο αυτής της κατεύθυνσης. Στο κίνημα αυτό ανήκαν η Σιμόν ντε Μποβουάρ και ο Αλμπέρ Καμύ.

Υπερβατολογικός. Βασικός μεθοδολογικός όρος της καντιανής γνωσιοθεωρίας. Υπερβατολογική λέγεται η γνώση που δεν ασχολείται με αντικείμενα αλλά με τον τρόπο της a priori γνώσης των αντικειμένων. Η υπερβατολογική φιλοσοφία έχει ως έργο να ερευνά αν και κατά πόσο είναι δυνατή μια γνώση α priori. Η έννοια αντιδιαστέλλεται προς εκείνη του υπερβατικού.

Υπερβατικός. Οτιδήποτε εκτείνεται πέρα από τα όρια της δυνατής εμπειρίας. Κατά τον Καντ, η υπερβατική γνώση (του θεού, της αθανασίας της ψυχής, της βαθύτερης υφής της πραγματικότητας θεωρημένης καθεαυτήν) δεν είναι δυνατή, αντίθετα με ό,τι πίστευε η παραδοσιακή μεταφυσική.
Υπόσταση. Βλ. ουσία.

Φιλελευθερισμός. Η πολιτική θεωρία και ιδεολογία που δίνει έμφαση στην ατομική ελευθερία και στα δικαιώματα που την εκφράζουν. Εξισωτικός χαρακτηρίζεται κάθε φιλελευθερισμός που επιδιώκει τον συνδυασμό ελευθερίας και κάποιας μορφής ισότητας, ως αξίας απαραίτητης για την κοινωνική δικαιοσύνη.

Φιλοσοφία του νου. Κλάδος της σύγχρονης φιλοσοφίας που ασχολείται με τα παραδοσιακά μεταφυσικά ζητήματα, τα οποία αφορούν την υφή των νοητικών φαινομένων και τη σχέση ψυχής/πνεύματος και σώματος.

Φυσιοκρατία. Η φιλοσοφική θέση σύμφωνα με την οποία όλα τα όντα και οι ιδιότητες τους ανήκουν στον φυσικό κόσμο και δεν υπάρχει κάποια υπερφυσική/υπερβατική πραγματικότητα. Νόμιμες είναι μόνο εκείνες οι εξηγήσεις που ανάγονται σε τελευταία ανάλυση στις εξηγήσεις των φυσικών επιστημών. Η θέση αυτή είναι στενά συνδεδεμένη με αυτό που παλαιότερα ονομαζόταν υλισμός. Ο φυσικαλισμός παρουσιάζεται ως ακραία μορφή υλισμού, που επιδιώκει την αναγωγή όλων των φαινομένων σε φαινόμενα τα οποία μελετούν οι φυσικές επιστήμες.
Ωφελιμισμός. Ηθική θεωρία η οποία αποβλέπει στην ηθική αποτίμηση και καθοδήγηση των πράξεων και των κανόνων που τις διέπουν. Αναπτύχθηκε από τα τέλη του 18ου μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Κύριοι εισηγητές της ήταν ο Τζερεμυ Μπένθαμ και ο Τζον Στιούαρτ Μιλ. Η πρώτη συνοπτική διατύπωση των θέσεων του ωφελιμισμού έγινε από τον Μίλ: "Η θεωρία που δέχεται ως θεμέλιο της ηθικής την αρχή της ωφελιμότητας ή της μέγιστης ευτυχίας υποστηρίζει ότι οι πράξεις είναι σωστές στον βαθμό που οδηγούν στην προαγωγή της ευτυχίας και στην ευχαρίστηση και στην απουσία του πόνου, με τη δυστυχία επέρχεται ο πόνος και η στέρηση της ευτυχίας". Έτσι, οι πράξεις κρίνονται από τα αποτελέσματα τους και από το μέγεθος της ευτυχίας που προκύπτει από αυτά, ενώ στόχος είναι η μέγιστη δυνατή ευτυχία για τον μέγιστο κατά το δυνατόν αριθμό ανθρώπων. Οι κυριότερες κριτικές που δέχτηκε ο ωφελιμισμός αφορούσαν τις πρακτικές δυσκολίες της εφαρμογής του (διαπροσωπική μέτρηση της ωφελιμότητας νοούμενης ως μεγιστοποίησης των ηδονών), τις αδικίες που μπορεί να συνεπαγόταν η ευτυχία της πλειονότητας για τα υπόλοιπα μέλη μιας κοινωνίας (λ.χ. υποτίμηση της σημασίας των ατομικών δικαιωμάτων) και τα περιορισμένα κριτήρια ηθικότητας του (τα αποτελέσματα της πράξης και της υιοθέτησης κανόνων για την πράξη, ενώ παραμερίζονται ως κριτήρια τα κίνητρα και οι σκοποί της).

About This Blog

About This Blog

  © Blogger templates Inspiration by Ourblogtemplates.com 2008

Back to TOP